προσφώνηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσφώνηση οι προσφωνήσεις
      γενική της προσφώνησης* των προσφωνήσεων
    αιτιατική την προσφώνηση τις προσφωνήσεις
     κλητική προσφώνηση προσφωνήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσφωνήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσφώνηση < προσ- + φώνηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσφώνηση θηλυκό

  1. τρόπος με τον οποίο πρέπει να απευθύνεται κανείς σε αξιωματούχους, σύμφωνα με τις τοπικές συνήθειες / το πρωτόκολλο
  2. λόγος μικρής διάρκειας, συνήθως για χαιρετισμό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]