Σφυριδούπολη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σφυριδούπολη | οι | Σφυριδουπόλεις |
γενική | της | Σφυριδούπολης* | των | Σφυριδουπόλεων |
αιτιατική | τη | Σφυριδούπολη | τις | Σφυριδουπόλεις |
κλητική | Σφυριδούπολη | Σφυριδουπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Σφυριδουπόλεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sfi.ɾiˈðu.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σφυ‐ρι‐δού‐πο‐λη
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σφυριδούπολη θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Σφυριδούπολη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια με επίθημα -ούπολη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)