ζωοκλοπή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωοκλοπή οι ζωοκλοπές
      γενική της ζωοκλοπής των ζωοκλοπών
    αιτιατική τη ζωοκλοπή τις ζωοκλοπές
     κλητική ζωοκλοπή ζωοκλοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζωοκλοπή < ζώο + κλοπή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζωοκλοπή θηλυκό

  • η κλοπή ζώων (κοπαδιών), σε ορεινές και απομονωμένες περιοχές

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]