elevated
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɛləveɪtɪd/
- ⓘ
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
elevated (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
elevated (en)
- ανυψωμένος, υπερυψωμένος, υψωθείς
- (πληροφορική) λειτουργία με αναβαθμισμένα δικαιώματα, με δικαιώματα διαχειριστή (administrator)