elevated
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɛləveɪtɪd/
- ⓘ
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | elevated |
συγκριτικός | more elevated |
υπερθετικός | most elevated |
elevated (en)
- ανυψωμένος, υπερυψωμένος, υψωθείς, που είναι υψηλότερο από την περιοχή γύρω από αυτό ή το επίπεδο του εδάφους
- ⮡ A section of the floor is elevated.
- Ένα τμήμα του δαπέδου είναι ανυψωμένο.
- ⮡ In the middle of the square there was an elevated platform.
- Στη μέση της πλατείας υπήρχε μια υπερυψωμένη εξέδρα.
- ⮡ A section of the floor is elevated.
- αυξημένος, για ποσότητα που είναι υψηλότερη από την κανονική
- ⮡ He has elevated blood cholesterol levels.
- Έχει αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα.
- ⮡ He has elevated blood cholesterol levels.
- (πληροφορική) λειτουργία με αναβαθμισμένα δικαιώματα, με δικαιώματα διαχειριστή (administrator)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη elevate
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]elevated (en)