endeavour
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
endeavour
(en)
και
endeavor
(
ΗΠΑ
)
εγχείρημα
,
προσπάθεια
τόλμημα
απόπειρα
(επίτευξης κάποιου στόχου)
επιχείρηση
,
έργο
Ρήμα
[
επεξεργασία
]
endeavour
(en)
και
endeavor
(
ΗΠΑ
)
προσπαθώ
,
πασχίζω
,
επιχειρώ
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Ρήματα (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Get shortened URL
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
العربية
Brezhoneg
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Suomi
Français
Magyar
Ido
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Oromoo
Polski
Русский
ၽႃႇသႃႇတႆး
Simple English
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
中文