exemplar
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- exemplar < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]exemplar (la) ουδέτερο
Κλίση
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- exemplar - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.