exhaustively
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | exhaustively |
συγκριτικός | more exhaustively |
υπερθετικός | most exhaustively |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- exhaustively < exhaustive + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
exhaustively (en)
- εξαντλητικά, με πολύ προσεκτικό ή ολοκληρωμένο τρόπο
- ↪ The subject has not been studied exhaustively.
- Το θέμα δεν έχει μελετηθεί εξαντλητικά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ The subject has not been studied exhaustively.