expand
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | expand |
γ΄ ενικό ενεστώτα | expands |
αόριστος | expanded |
παθητική μετοχή | expanded |
ενεργητική μετοχή | expanding |
Ρήμα
[επεξεργασία]expand (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) απλώνω, επεκτείνω, διαστέλλω, διευρύνω, κάνω κάτι μεγαλύτερο σε μέγεθος, αριθμό ή σημασία· γίνομαι μεγαλύτερος σε μέγεθος, αριθμό ή σημασία
- ↪ The river expands and forms a lake.
- Ο ποταμός απλώνεται και σχηματίζει λίμνη.
- ↪ The stain expanded.
- Ο λεκές άπλωσε.
- ↪ Our foreign trade has expanded lately.
- Το εξωτερικό μας εμπόριο έχει επεκταθεί τελευταία.
- ↪ The goal of this fund is to achieve the improved, expanded, and viable use of basic social and economic services.
- Ο στόχος του ταμείου αυτού είναι να επιτύχει τη βελτιωμένη, επεκτεταμένη και βιώσιμη χρήση βασικών κοινωνικών και οικονομικών υπηρεσιών.
- ↪ Metals expand when they heat up.
- Τα μέταλλα διαστέλλονται όταν θερμανθούν.
- ↪ an expanded role/schedule - διευρυμένος ρόλος/ωράριο
- ↪ The President’s power must be expanded.
- Πρέπει να διευρυνθεί η εξουσία του Πρόεδρου.
- ↪ The river expands and forms a lake.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) επεκτείνω, απλώνω, για επιχείρηση