fabricate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
fabricate (en)
- κατασκευάζω, συγκροτώ
- χαλκεύω (επινοώ ψεύτικες κατηγορίες εναντίον κάποιου)
- πλαστογραφώ (κείμενα, πληροφορίες)