facilitate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

facilitate (en)

  1. διευκολύνω
  2. προεδρεύω (πχ σε μια συνάντηση, σεμινάριο)
     συνώνυμα: preside



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

facilitate (ro) θηλυκό

  1. η ευκολία