faisan
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | faisan | faisans |
θηλυκό | faisane | faisanes |
faisan (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | faisan | faisans |
θηλυκό | faisane | faisanes |
faisan (fr)