Μετάβαση στο περιεχόμενο

filthy

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός filthy
συγκριτικός filthier
υπερθετικός filthiest

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
filthy < filth + -y

Επίθετο

[επεξεργασία]

filthy (en)

  1. βρόμικος
      a filthy home/piece of clothing/shirt - βρόμικο σπίτι/ρούχο/πουκάμισο
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη unclean
  2. αισχρός, άσεμνος
      filthy words/innuendos - αισχρά λόγια/υπονοούμενα
      filthy jokes - άσεμνα αστεία
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη obscene
  3. (ανεπίσημο) πολύ άσχημος, που δείχνει θυμό
      I am in a filthy mood.
    Έχω πολύ άσχημη διάθεση.