filthy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | filthy |
συγκριτικός | filthier |
υπερθετικός | filthiest |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
filthy (en)
- βρόμικος
- αισχρός, άσεμνος
- (ανεπίσημο) πολύ άσχημος, που δείχνει θυμό
- ↪ I am in a filthy mood.
- Έχω πολύ άσχημη διάθεση.
- ↪ I am in a filthy mood.