fluent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός fluent
συγκριτικός more fluent
υπερθετικός most fluent

Επίθετο

[επεξεργασία]

fluent (en)

  • άπταιστος, εύγλωττος, ευφραδής, που μιλάει με ευχέρεια μια ξένη γλώσσα
    ⮡  I didn’t know he is a foreigner, he speaks fluent Greek.
    Δεν κατάλαβα ότι είναι ξένος, μιλάει άπταιστα ελληνικά.
    ⮡  a fluent speaker - εύγλωττος/ευφραδής ομιλητής

Παράγωγα

[επεξεργασία]