Μετάβαση στο περιεχόμενο

fluently

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός fluently
συγκριτικός more fluently
υπερθετικός most fluently

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fluently < fluent + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

fluently (en)

  • άπταιστα, φαρσί, με ευχέρεια, ευχερώς, άνετα, αλάνθαστα σε ξένη γλώσσα, για ομιλία σε ξένη γλώσσα
      The speak fluently in three languages.
    Μιλάνε άπταιστα τρεις γλώσσες.
      She speaks German fluently.
    Μιλάει φαρσί τα γερμανικά.
      We speak two foreign languages fluently.
    Μιλάμε με ευχέρεια δύο ξένες γλώσσες.
      He speaks the English language fluently.
    Μιλάει ευχερώς την αγγλική γλώσσα.
      I speak English fluently.
    Μιλάω άνετα αγγλικά.
      Although she is German, she speaks Greek fluently.
    Aν και είναι Γερμανίδα μιλάει άνετα τα ελληνικά.