fluently
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | fluently |
συγκριτικός | more fluently |
υπερθετικός | most fluently |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]fluently (en)
- άπταιστα, φαρσί, με ευχέρεια, ευχερώς, άνετα, αλάνθαστα σε ξένη γλώσσα, για ομιλία σε ξένη γλώσσα
- ⮡ The speak fluently in three languages.
- Μιλάνε άπταιστα τρεις γλώσσες.
- ⮡ She speaks German fluently.
- Μιλάει φαρσί τα γερμανικά.
- ⮡ We speak two foreign languages fluently.
- Μιλάμε με ευχέρεια δύο ξένες γλώσσες.
- ⮡ He speaks the English language fluently.
- Μιλάει ευχερώς την αγγλική γλώσσα.
- ⮡ I speak English fluently.
- Μιλάω άνετα αγγλικά.
- ⮡ Although she is German, she speaks Greek fluently.
- Aν και είναι Γερμανίδα μιλάει άνετα τα ελληνικά.
- ⮡ The speak fluently in three languages.
Πηγές
[επεξεργασία]- fluently - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 66. ISBN 9780194325684., λήμμα: άνετος