frénésie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
frénésie | frénésies |
frénésie (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η φρενίτιδα
- έντονος ενθουσιασμός· έντονη βία
ενικός | πληθυντικός |
frénésie | frénésies |
frénésie (fr) θηλυκό