gainful

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός gainful
συγκριτικός more gainful
υπερθετικός most gainful

Ετυμολογία [επεξεργασία]

gainful < gain + -ful

Επίθετο[επεξεργασία]

gainful (en) (επίσημο)

  • επικερδής, χρησιμοποιείται για να περιγράψει χρήσιμη εργασία για την οποία πληρώνομαι
    gainful employment - επικερδής απασχόληση
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη profitable

Πηγές[επεξεργασία]