gainful
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | gainful |
συγκριτικός | more gainful |
υπερθετικός | most gainful |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
- επικερδής, χρησιμοποιείται για να περιγράψει χρήσιμη εργασία για την οποία πληρώνομαι
- ↪ gainful employment - επικερδής απασχόληση
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη profitable