Μετάβαση στο περιεχόμενο

guide

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
guide guides

guide (en)

ενεστώτας guide
γ΄ ενικό ενεστώτα guides
αόριστος guided
παθητική μετοχή guided
ενεργητική μετοχή guiding

guide (en)

  • ξεναγώ
      They guided us to the sights of the city.
    Mας ξενάγησαν στα αξιοθέατα της πόλης.



      ενικός         πληθυντικός  
guide guides

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

guide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]