guide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
guide | guides |
guide (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | guide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | guides |
αόριστος | guided |
παθητική μετοχή | guided |
ενεργητική μετοχή | guiding |
guide (en)
- ξεναγώ
- ↪ They guided us to the sights of the city.
- Mας ξενάγησαν στα αξιοθέατα της πόλης.
- ↪ They guided us to the sights of the city.
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
guide | guides |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]guide (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- o / η οδηγός, ο καθοδηγητής, ο / η ξεναγός, ο χειραγωγός