gun
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gun | guns |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gun (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]- to gun (en)
- σκοτώνω με πυροβόλο όπλο κάποιον ή κάτι (συνήθως με το επίρρημα down)
- He was gunned down by his own men. - Πυροβολήθηκε από τους ίδιους του τους άντρες.