gun
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gun | guns |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gun (en)
- φορητό πυροβόλο όπλο (πιστόλι, τουφέκι)
- μεγάλο πυροβόλο για μακρινές βολές (κανόνι, οβιδοβόλο, όλμος)
- είδος πυροβόλου με κοντή κάννη
- εργαλείο με σκανδάλη
- label gun: εργαλείο για την επικόλληση ετικετών σε εμπορεύματα
Ρήμα[επεξεργασία]
- to gun (en)
- σκοτώνω με πυροβόλο όπλο κάποιον ή κάτι (συνήθως με το επίρρημα down)
- He was gunned down by his own men. - Πυροβολήθηκε από τους ίδιους του τους άντρες.