Μετάβαση στο περιεχόμενο

πιστόλι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιστόλι τα πιστόλια
      γενική του πιστολιού των πιστολιών
    αιτιατική το πιστόλι τα πιστόλια
     κλητική πιστόλι πιστόλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πιστόλι < πιστόλα + (πυροβόλο όπλο του 1800) < ιταλική pistola < γαλλική pistole < τσεχική píšťala < πρωτοσλαβική *piščalь < *piskati

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πιστόλι ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Υποκοριστικά

[επεξεργασία]

Μεγεθυντικά

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]