hammer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hammer | hammers |
hammer (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | hammer |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hammers |
αόριστος | hammered |
παθητική μετοχή | hammered |
ενεργητική μετοχή | hammering |
hammer (en)
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hammer (da)
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hammer (no)