hammer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hammer hammers

hammer (en)

  1. (εργαλείο) σφυρί
  2. (ανατομία) η σφύρα
     συνώνυμα: malleus
ενεστώτας hammer
γ΄ ενικό ενεστώτα hammers
αόριστος hammered
παθητική μετοχή hammered
ενεργητική μετοχή hammering

hammer (en)

  1. σφυροκοπώ
  2. σφυρηλατώ
     συνώνυμα: forge, form

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hammer (da)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hammer (no)