hibiscus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
hibiscus | hibiscus |
hibiscus (fr) αρσενικό
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- hibiscus < hibiscum < αρχαία ελληνική ἱβίσκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hibiscus (la) αρσενικό (& hibiscum & ebiscum)
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hibiscus | hibiscī |
γενική | hibiscī | hibiscōrum |
δοτική | hibiscō | hibiscīs |
αιτιατική | hibiscum | hibiscōs |
κλητική | hibisce | hibiscī |
αφαιρετική | hibiscō | hibiscīs |