history

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

history < (κληρονομημένο) μέση αγγλική < παλαιά γαλλική < λατινική historia < αρχαία ελληνική ἱστορία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

history (en)

  1. η ιστορία (η επιστήμη που μελετά τα γεγονότα του παρελθόντος)
  2. το σύνολο των γεγονότων του παρελθόντος
  3. καταγραφή ή αφήγηση ιστορικών γεγονότων
  4. (ιατρική) το ιστορικό ενός ασθενούς
  5. (πληροφορική) το ιστορικό μιας σελίδας στα βικι-εγχειρήματα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]