history
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- history < (κληρονομημένο) μέση αγγλική < παλαιά γαλλική < λατινική historia < αρχαία ελληνική ἱστορία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
history (en)
- η ιστορία (η επιστήμη που μελετά τα γεγονότα του παρελθόντος)
- το σύνολο των γεγονότων του παρελθόντος
- καταγραφή ή αφήγηση ιστορικών γεγονότων
- (ιατρική) το ιστορικό ενός ασθενούς
- (πληροφορική) το ιστορικό μιας σελίδας στα βικι-εγχειρήματα
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- history - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- history - Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ιατρική (αγγλικά)
- Πληροφορική (αγγλικά)
- Ιστορία (αγγλικά)