hot mess
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hot mess | hot messes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
hot mess (en)
- (ανεπίσημο, κυρίως αμερικανικό) το χάλι
- ↪ You look a hot mess in those clothes.
- Έχεις τα χάλια σου μ' αυτά τα ρούχα.
- ↪ I feel like a hot mess today.
- Νιώθω χάλια σήμερα.
- ↪ Our national team is a hot mess right now.
- Η εθνική μας ομάδα είναι χάλια αυτό τον καιρό.
- ≈ συνώνυμα: train wreck, dumpster fire, car crash, shit show, → και δείτε τη λέξη disorder
- ↪ You look a hot mess in those clothes.
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 959. ISBN 9780194325684., λήμμα: χάλι