huiler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- huiler < huile
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
huiler (fr)
- λαδώνω, αλείφω κάτι με λάδι, λιπαίνω
- (μεταφορικά) bien huilé - λέγεται για κάτι που λειτουργεί τέλεια
- στη μαγειρική, βάζω λάδι