ilex
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ilex < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ilex θηλυκό
- το πουρνάρι, πρίνος
- sunt et qui feminam ilicem vocent atque, ubi non nascitur ilex, pro ea subere utantur in carpentariis praecipue fabricis, ut circa elim et lacedaemonem (Plinius, Naturalis Historia, 16, 19)
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ilex | ilicēs |
γενική | ilicis | ilicum |
δοτική | ilicī | ilicibus |
αιτιατική | ilicem | ilicēs |
κλητική | ilex | ilicēs |
αφαιρετική | ilice | ilicibus |