ilex
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ilex < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ilex θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | ilex | ilicēs |
| γενική | ilicis | ilicum |
| δοτική | ilicī | ilicibus |
| αιτιατική | ilicem | ilicēs |
| κλητική | ilex | ilicēs |
| αφαιρετική | ilice | ilicibus |