immaculately
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | immaculately |
συγκριτικός | more immaculately |
υπερθετικός | most immaculately |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- immaculately < immaculate + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
immaculately (en)
- άψογα
- ↪ He lives/dresses/behaves immaculately.
- Zει/ντύνεται/φέρεται άψογα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flawlessly
- ↪ He lives/dresses/behaves immaculately.