immaculate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
immaculate (en)
- αγνός
- αναμάρτητος
- άμωμος
- Immaculate Conception
- η Άμωμη Σύλληψη
- Immaculate Conception
- άψογος
- αψεγάδιαστος