initiate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | initiate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | initiates |
αόριστος | initiated |
παθητική μετοχή | initiated |
ενεργητική μετοχή | initiating |
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
initiate (en)
- ξεκινώ, αρχίζω
- ↪ We need to initiate discussions as soon as possible. Χρειάζεται να αρχίσουμε συζητήσεις το γρηγορότερο δυνατόν
- μυώ
- ↪ She was formally initiated into the cult. Μυήθηκε και επισήμως στην αίρεση.