inordinate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | inordinate |
συγκριτικός | more inordinate |
υπερθετικός | most inordinate |
Επίθετο
[επεξεργασία]- άμετρος, υπερβολικός, πολύ περισσότερο από το συνηθισμένο ή αναμενόμενο