inordinate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός inordinate
συγκριτικός more inordinate
υπερθετικός most inordinate

Επίθετο

[επεξεργασία]

inordinate (en) (επίσημο)

  • άμετρος, υπερβολικός, πολύ περισσότερο από το συνηθισμένο ή αναμενόμενο
    ⮡  inordinate pride - άμετρη περηφάνεια
    ⮡  inordinate demands - υπερβολικές αξιώσεις
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη excessive