iudex
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]iudex αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | iudex | iudicēs |
γενική | iudicis | iudicum |
δοτική | iudicī | iudicibus |
αιτιατική | iudicem | iudicēs |
κλητική | iudex | iudicēs |
αφαιρετική | iudice | iudicibus |