iudex
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
iudex αρσενικό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | iudex | iudicēs |
γενική | iudicis | iudicum |
δοτική | iudicī | iudicibus |
αιτιατική | iudicem | iudicēs |
κλητική | iudex | iudicēs |
αφαιρετική | iudice | iudicibus |