jelen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κροατικά (hr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
ονομαστική jèlen jèleni
γενική jèlena jȅlēnā
δοτική jèlenu jèlenima
αιτιατική jèlena jèlene
κλητική jèlene jèleni
τοπική jèlenu jèlenima
οργανική jèlenom jèlenima

jelen (hr) αρσενικό


Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

jelen (sr)


Σλοβενικά (sl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

jelen (sl) αρσενικό


Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

jelen (cs) αρσενικό