léopard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
léopard | léopards |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
léopard (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) η λεοπάρδαλη
- (συνεκδοχικά) η γούνα της λεοπάρδαλης
- (εραλδική) εραλδικό ζώο που μοιάζει με λιοντάρι