leo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Leo, λέων

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

leo < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική λέων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

leo (la) αρσενικό

  1. (ζώο) λιοντάρι
  2. δέρμα του λιονταριού, η λεοντή
  3. είδος καβουριού
  4. είδος φυτού

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική leo leōnēs
γενική leōnis leōnum
δοτική leōnī leōnibus
αιτιατική leōnem leōnēs
κλητική leo leōnēs
αφαιρετική leōne leōnibus
(γ' κλίση)

Πηγές[επεξεργασία]