λεοντή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεοντή | οι | λεοντές |
γενική | της | λεοντής | των | λεοντών |
αιτιατική | τη | λεοντή | τις | λεοντές |
κλητική | λεοντή | λεοντές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λεοντή < αρχαία ελληνική λεοντῆ / λεοντέη < λέων
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λεοντή θηλυκό
- το τομάρι (δέρμα) ενός λιονταριού