lame
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
lame (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lame | lames |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lame (fr) θηλυκό