leverage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
leverage < lever + -age

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlɛv(ə)ɹɪdʒ/ & /ˈliːv(ə)ɹɪdʒ/
  (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

leverage (en) (μη μετρήσιμο)

  1. (επίσημο) η επιρροή, η ισχύς
    ⮡  He has a lot of leverage over the President.
    Έχει μεγάλη επιρροή στον Πρόεδρο.
    ⮡  He no longer has leverage.
    Δεν έχει ισχύ πια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη influence
  2. η μόχλευση, μετακίνηση ενός αντικειμένου με τη χρησιμοποίηση μοχλού
    ⮡  leverage of heavy furniture - μόχλευση βαριών επίπλων
  3. (οικονομία) η μόχλευση, χρησιμοποίηση δανειακών κεφαλαίων με προκαθορισμένο κόστος (τόκους) για αύξηση της απόδοσης ή για κερδοσκοπία
    ⮡  financial leverage - χρηματοοικονομική μόχλευση
    ⮡  leverage ratio - συντελεστής μόχλευσης
ενεστώτας leverage
γ΄ ενικό ενεστώτα leverages
αόριστος leveraged
παθητική μετοχή leveraged
ενεργητική μετοχή leveraging

leverage (en)

  1. αξιοποιώ, εκμεταλλεύομαι
    ⮡  Some individuals make connections now to leverage them for material gain in the future.
    λείπει η μετάφραση
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη capitalize on

Συγγενικά

[επεξεργασία]