leverage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈlɛv(ə)ɹɪdʒ/ & /ˈliːv(ə)ɹɪdʒ/
- ⓘ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- (επίσημο) η επιρροή, η ισχύς
- η μόχλευση, μετακίνηση ενός αντικειμένου με τη χρησιμοποίηση μοχλού
- ⮡ leverage of heavy furniture - μόχλευση βαριών επίπλων
- (οικονομία) η μόχλευση, χρησιμοποίηση δανειακών κεφαλαίων με προκαθορισμένο κόστος (τόκους) για αύξηση της απόδοσης ή για κερδοσκοπία
- ⮡ financial leverage - χρηματοοικονομική μόχλευση
- ⮡ leverage ratio - συντελεστής μόχλευσης
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | leverage |
γ΄ ενικό ενεστώτα | leverages |
αόριστος | leveraged |
παθητική μετοχή | leveraged |
ενεργητική μετοχή | leveraging |
leverage (en)
- αξιοποιώ, εκμεταλλεύομαι
- ⮡ Some individuals make connections now to leverage them for material gain in the future.
- → λείπει η μετάφραση
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη capitalize on
- ⮡ Some individuals make connections now to leverage them for material gain in the future.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -age (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Επίσημοι όροι (αγγλικά)
- Οικονομία (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Ελλείπουσες μεταφράσεις (αγγλικά)