liaison
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
liaison | liaisons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
liaison (fr) θηλυκό
- η σύνδεση
- η σχέση
- (γραμματική) ο σύνδεσμος
- (γλωσσολογία) η μέθοδος προφορικής σύνδεσης ενός τελικού συμφώνου μιας λέξης με την επόμενη όταν αυτή αρχίζει από φωνήεν ή ένα h muet. Στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο παριστάνεται με το σύμβολο « ‿ »