lympha
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lympha < αρχαία ελληνική νύμφη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lympha θηλυκό
- νύμφη του νερού
- (κατ’ επέκταση) καθαρό νερό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lympha | lymphae |
γενική | lymphae | lymphārum |
δοτική | lymphae | lymphīs |
αιτιατική | lympham | lymphās |
κλητική | lympha | lymphae |
αφαιρετική | lymphā | lymphīs |