małżonka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | małżonka | małżonki |
γενική | małżonki | małżonek |
δοτική | małżonce | małżonkom |
αιτιατική | małżonkę | małżonki |
οργανική | małżonką | małżonkami |
τοπική | małżonce | małżonkach |
κλητική | małżonko | małżonki |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
małżonka (pl) θηλυκό
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
małżonka (pl) αρσενικό