maść

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική maść maści
γενική maści maści
δοτική maści maściom
αιτιατική maść maści
οργανική maścią maściami
τοπική maści maściach
κλητική maści maści

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

maść (pl) θηλυκό