mașină
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mașină (ro) θηλυκό
- η μηχανή
- το αυτοκίνητο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- mașină de călcat: σίδερο για το σιδέρωμα
- mașină de cusut: ραπτομηχανή
- mașină de spolat rufe: πλυντήριο ρούχων
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του mașină
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o mașină | mașina | nişte mașini | mașinile |
γενική | a unei mașini | mașinii | a unor mașini | mașinilor |
δοτική | a unei mașini | mașinii | a unor mașini | mașinilor |
αιτιατική | o mașină | mașina | nişte mașini | mașinile |
κλητική | — | - | — | - |