majątek
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | majątek | majątki |
| γενική | majątku | majątków |
| δοτική | majątkowi | majątkom |
| αιτιατική | majątek | majątki |
| οργανική | majątkiem | majątkami |
| τοπική | majątku | majątkach |
| κλητική | majątku | majątki |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]majątek (pl) αρσενικό
- η περιουσία
- majątek narodowy / rodzinny majątek / majątek nieruchomy - κρατική περιουσία / οικογενειακή περιουσία / ακίνητη περιουσία
- το κτήμα
- nie chcą sprzedać majątku - δεν θέλουν να πουλήσουν το κτήμα (τους)
- τα πλούτη