malowanie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική malowanie malowania
γενική malowania malowań
δοτική malowaniu malowaniom
αιτιατική malowanie malowania
οργανική malowaniem malowaniami
τοπική malowaniu malowaniach
κλητική malowanie malowania

Ετυμολογία [επεξεργασία]

malowanie < malować

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

malowanie (pl) ουδέτερο