mamie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- (παρωχημένο και οικείο) η φίλη μου
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- (οικείο) γιαγιά, γιαγιάκα
- ≈ συνώνυμα: bonne-maman, grand-maman, mamé, mémé, mémère
- (κατ’ επέκταση) γριά γυναίκα