mendiant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mendiant | mendiants |
mendiant (fr)
- αρσενικό ή θηλυκό ζητιάνος, επαίτης
- αρσενικό les quatre mendiants, (ή μόνο) mendiant(s): τέσσερις ξηροί καρποί που παρουσιάζονται σε δίσκο μαζί: αμύγδαλα, σταφίδες, σύκα, φουντούκια
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mendiant | mendiants |
θηλυκό | mendiante | mendiantes |
mendiant (fr)