mensa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mensa < πιθανόν από τη μετοχή mensus (μετρημένος) < metior (μετρώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mensa (la) θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mensa | mensae |
γενική | mensae | mensārum |
δοτική | mensae | mensīs |
αιτιατική | mensam | mensās |
κλητική | mensa | mensae |
αφαιρετική | mensā | mensīs |