modlitwa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | modlitwa | modlitwy |
γενική | modlitwy | modlitw |
δοτική | modlitwie | modlitwom |
αιτιατική | modlitwę | modlitwy |
οργανική | modlitwą | modlitwami |
τοπική | modlitwie | modlitwach |
κλητική | modlitwo | modlitwy |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mɔˈdlʲitfa/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
modlitwa (pl) θηλυκό