motorbike
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
motorbike | motorbikes |
motorbike (en)
- (μέσο μεταφορών) η μοτοσικλέτα
- ≈ συνώνυμα: motorcycle, bike
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | motorbike |
γ΄ ενικό ενεστώτα | motorbikes |
αόριστος | motorbiked |
παθητική μετοχή | motorbiked |
ενεργητική μετοχή | motorbiking |
motorbike (en)
- πηγαίνω με μοτοσικλέτα
- ↪ I motorbike to work every day.
- Πηγαίνω με μοτοσικλέτα στη δουλειά κάθε μέρα.
- ≈ συνώνυμα: motorcycle
- ↪ I motorbike to work every day.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- motorbike στην αγγλική Βικιπαίδεια