moving
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
moving (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
moving (en)
- κινούμενος, που κινείται
- κινών, που κινεί
- συγκινητικός, που προκαλεί συγκίνηση, συναισθήματα