nœud

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
nœud nœuds

Ετυμολογία [επεξεργασία]

nœud < παλαιά γαλλική neu < λατινική nodus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : //
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

nœud (fr) αρσενικό

  1. ο κόμβος
  2. ο κόμπος
  3. ο φιόγκος
  4. η θηλιά

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]